- λαμπάδα
- η (AM λαμπάς, -άδος)μεγάλο κερί, μεγάλη ράβδος από κερί ή άλλο υποκατάστατό του η οποία χρησιμοποιείται συνήθως σε επίσημες ή σε θρησκευτικές τελετές (α. «λαμπάδα τού Επιταφίου» β. «λαμπάδα κηροχίτωνα», Ανθ. Παλ.)νεοελλ.φλόγα, πύρινη γλώσσανεοελλ.-μσν.(για το σώμα) λυγερό, ευθυτενές («έχει κορμί λαμπάδα»)μσν.1. κηροπήγιο2. γυναίκα με λαμπερή ομορφιά3. γυναίκα με άμεμπτη ηθική(μσν. -αρχ.)1. δάδα, πυρσός (α. «φλέγει δὲ λαμπὰς διὰ χεροῑν ὡπλισμένη», Αισχύλ. β. «φλογέας λαμπάδας ἐν χερσί τινάσσων ἥκει», Αριστοφ.)2. κάθε φωτιστικό μέσο, φανός («καὶ ἐξήλθον εἰς τὸ προσκήνιον καὶ λαμπάδες ἀργυραῑ προάγουσαι αὐτοῡ», ΠΔ)3. λύχνος («αἱ δὲ φρόνιμοι ἔλαβον ἔλαιον ἐν τοῑς ἀγγείοις αὐτῶν μετὰ τῶν λαμπάδων», ΚΔ)αρχ.1. μεγάλο φωτιστικό σώμα ή λαμπρό φωτιστικό φαινόμενο, όπως ο ήλιος, η αστραπή κ.λπ.2. η ημέρα («εἰ σ' ἡ 'πιοῡσα λαμπὰς ὄψεται... ἐντὸς τῆσδε χθονός», Ευρ.)3. λαμπαδηδρομία, λαμπαδηφορία («συμβάλλεσθαι τοῑς μειρακίοις λαμπάδα τρέχειν», Θεόφρ.)4. σώμα που πέφτει από το ουράνιο διάστημα στη Γη, μετέωρο, αερόλιθος5. το φυτό λυχνίς η αγρία6. (και ως θηλ. τού λαμπρός) αυτή που φωτίζεται με πυρσούς («μείξουσιν ἢ πρὸς Πυθίαις ἢ πρὸς λαμπάσιν ἀκταῑς», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < λάμπω + -άς, -άδος (πρβλ. ικμ-άς, ιλλ-άς)ΠΑΡ. λαμπαδίας, λαμπαδίτηςαρχ.λαμπαδείον, λαμπαδεύω, λαμπαδίειος, λαμπαδίζω, λαμπαδικός, λαμπάδιος, λαμπαδόειςαρχ.-μσν.λαμπάδιονμσν.- νεοελλ.λαμπαδάριοςνεοελλ.λαμπαδιάζω.ΣΥΝΘ. λαμπαδηφόρος, λαμπαδοφόροςαρχ.λαμπαδάρχης, λαμπαδηκόμος, λαμπαδοποιός, λαμπαδούχοςαρχ.-μσν.λαμπαδηδρόμος, λαμπαδοδρόμοςμσν.λαμπαδοφεγγώ].
Dictionary of Greek. 2013.